Λίγοι είχαν το σθένος του, την ηθική οξύνοια, την οξυδέρκεια της γραφής του. Ακόμα λιγότεροι αυτοί που τα συνδύαζαν όλα. Ο Βάτσλαβ Χάβελ, πρώην πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας (αρχικά) και της Τσεχικής Δημοκρατίας (αργότερα), ηγέτης της Βελούδινης Επανάστασης του1989, «πολιτικός από καθήκον όχι από επιλογή» όπως έλεγε, ήταν η ενσάρκωση του ακάματου αγωνιστή, του φιλοσοφημένου πολιτικού, του διεισδυτικού θεατρικού συγγραφέα. Ο θάνατός του είναι απώλεια για κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο.
Ο Χάβελ δεν ήταν μόνο ένας θαρραλέος ακτιβιστής που αντιστάθηκε στη φρίκη του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Με στέρεα φιλοσοφική συγκρότηση και βαθιά Ευρωπαϊκή παιδεία (αυτοδίδακτος εν πολλοίς), υπήρξε ένας οξυδερκής στοχαστής της ανθρώπινης κατάστασης. Η οδυνηρή εμπειρία του κομμουνισμού τον έκανε να συλλάβει μερικές βαθύτερες αλήθειες για τον ολοκληρωτισμό, τη νεωτερικότητα, και τη δημοκρατία.
Τρεις, κυρίως, άξονες διαπερνούν τη σκέψη του. Πρώτον, ο αγώνας κατά του ολοκληρωτισμού είναι πρωτίστως αγώνας ενάντια στο ψεύδος. Στοχεύοντας στην εγκόσμια σωτηρία του ανθρώπου, ο κομμουνισμός είναι υποχρεωμένος να εκτρέφει το ψεύδος – τόσο περισσότερο, όσο η πραγματικότητα αποκλίνει από το «σχέδιο». Οι άνθρωποι έπρεπε να πεισθούν ότι ζουν σε έναν «εργατικό παράδεισο» ελευθερίας και ισότητας, άσχετα αν η εμπειρία τους ήταν ακριβώς η αντίθετη – μια ζωή γεμάτη καταπίεση, χαφιεδισμό, και φτώχεια. Το χάσμα μεταξύ (ιδεο)κρατικής προπαγάνδας και εμπειρικής πραγματικότητας έθετε τα άτομα σε ηθική κρίση: αποδέχομαι το ψέμα για να ζήσω με σχετική ασφάλεια και να εξελιχθώ επαγγελματικά ή δρω με βάση αυτό που βιώνω, καταλήγοντας στο περιθώριο, τα ψυχιατρεία και τα Γκουλάγκ;
Ο μανάβης που εθελοντικά αναρτά στο μαγαζί του την επιγραφή «Εργάτες όλου του κόσμου ενωθείτε», παρατηρεί ο Χάβελ, δεν το κάνει γιατί το πιστεύει, αλλά για να εξαγοράσει την ησυχία του από την ολοκληρωτική εξουσία. Το μέσον (η ανάρτηση της επιγραφής) είναι το μήνυμα! Η οικειοθελής υποταγή του συντελεί στην ηθικο-πνευματική απονέκρωσή του. Αναρτώντας εθιμοτυπικά την επιγραφή, δεν διερωτάται για την πράξη του· αποκρύπτει από τον εαυτό του τόσο την ηθική κατάπτωση της συμμόρφωσής του όσο και την αισχρότητα της ολοκληρωτικής εξουσίας.
Δεύτερον, το κομμουνιστικό δόγμα συνιστά την κορύφωση της νεωτερικής φαντασίωσης ότι η ανθρώπινη κοινωνία διαπερνάται από νόμους, με βάση τους οποίους είναι εφικτός ο ορθολογικός ανασχεδιασμός της. Παραπέμποντας στον Καρλ Πόπερ, ο Χάβελ ονομάζει αυτή τη στάση «ολιστική κοινωνική μηχανική». Πρόκειται για ένα επικίνδυνο δόγμα, στο μέτρο που αφενός μεν εκλαμβάνει την κοινωνία ως ένα εποπτεύσιμο και πλήρως προβλέψιμο όλον, αφετέρου δε καταργεί τη δημιουργική ανθρώπινη πράξη.
Η κοινωνία, παρατηρεί ο Χάβελ, «δεν είναι μια μηχανή που χτίστηκε με κάποιο γνωστό σε μας σχέδιο», αλλά διαπερνάται από απροσδιοριστία, πλουραλισμό αξιών, απρόβλεπτη εξέλιξη. Η επιστήμη μας δίνει τα εργαλεία να βελτιώσουμε τη ζωή μας, αδυνατεί όμως να δώσει νόημα στη ζωή: παρά τη γνώση που κομίζει, δεν μπορεί να μας πει γιατί ο θάνατος μας γεμίζει αγωνία, πώς να συμβιβάσουμε αντικρουόμενες αξίες, ή γιατί μας εμπνέει η αυτοθυσία. Ο ανθρώπινος βίος εκτυλίσσεται στον «βιόκοσμο» - εκεί όπου αυθόρμητα και μη εγκεφαλικά βιώνουμε κοινά αισθήματα (τη φιλία, την απώλεια, την υπερηφάνεια, την οργή, κλπ) και προβαίνουμε σε ηθικές επιλογές. Ο «βιόκοσμος» δεν είναι προϊόν σχεδιασμού, αλλά οργανικής εξέλιξης· παρέχει το κοινό πλαίσιο αυτο- και αλληλο-κατανόησης.
Η επιδίωξη της επιστημονικά σχεδιασμένης κοινωνίας οδηγεί σε ολοκληρωτικού τύπου εξουσία – στην επιβολή επιστημονικοφανών ιδεολογημάτων στον «βιόκοσμο». Μπορεί η κομμουνιστική εκδοχή να είναι η πιο βάρβαρη (καθότι πιο ακραία), αλλά ο πυρήνας της ολοκληρωτικής λογικής ενυπάρχει στη νεωτερική αναζήτηση (κοινή τόσο στο φιλελευθερισμό, όσο και στο μαρξισμό) της Τελικής Γλώσσας («επιστημονικής» φυσικά!) για την περιγραφή της ύπαρξης. Τόσο οι νεοφιλελεύθεροι όσο και οι μαρξιστές, λέει ο Χάβελ, διαπράττουν το ίδιο σφάλμα: θεωρούν ότι «λειτουργώντας με βάση τη θεωρία είναι εξυπνότερο από τη λειτουργία με βάση τη γνώση της ζωής».
Τρίτον, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης συνειδητοποιούμε την ανάγκη να θεμελιωθεί η δημοκρατία σε μια νέα υπερβατικότητα. Η αίσθηση της μετοχής σε μια υπερβατική κοσμική τάξη καλλιεργεί το σεβασμό ως στάση ζωής – σεβασμό στη Γη, στους άλλους, στον εαυτό μας. «Μόνο κάποιος που υπάγει τον εαυτό του στην ισχύ μιας καθολικής τάξης και δημιουργίας», λέει ο Χάβελ, «που εκτιμά το δικαίωμα να μετέχει σε αυτή, μπορεί αυθεντικά να εκτιμά τον εαυτό του και τους γείτονές του, και να τιμά έτσι τα δικαιώματά τους».
Η ειρωνεία είναι ότι είναι η ίδια η επιστήμη, στη μετανεωτερική της εκδοχή, αυτή που μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε στην κοσμική διάσταση της ύπαρξής μας – να συνειδητοποιήσουμε, δηλαδή, ότι μετέχουμε σε έναν ευρύτερο, ανεξάλειπτα «μυστηριώδη» Κόσμο που μας υπερβαίνει. Αυτή η επίγνωση μας κάνει πιο ταπεινόφρονες και ανεκτικούς· μας οδηγεί, δυνητικά, στην αυθυπέρβαση: «στο χέρι που δίνουμε σε όσους είναι κοντά μας, στους ξένους, […] σε όλες τις ζωντανές υπάρξεις, στη φύση, στο σύμπαν» (Χάβελ). Ανακτούμε αυτό που ο ρασιοναλισμός της κλασικής επιστήμης πάσχισε να εξαλείψει: τη αίσθηση του Ιερού, τον ευρύτερο μεταφυσικό ορίζοντα που νοηματοδοτεί την πράξη.
Μπορεί η κομμουνιστική βαρβαρότητα να εξέλιπε (σχεδόν…), η ολοκληρωτική λογική όμως δεν έπαψε να είναι η σκιά της νεωτερικότητας. Ψήγματά της βλέπουμε στη νεοφιλελεύθερη πίστη στις αγορές, στην άκριτη λατρεία της επιστήμης, στη γραφειοκρατική γιγάντωση. Κοινό στοιχείο τους είναι η πίστη σε σωτηριολογικού τύπου «θεωρίες», η παραγνώριση της βιωμένης εμπειρίας, η πεποίθηση ότι η κοινωνία μπορεί να ανασχεδιασθεί «ορθολογικά». Ο αγώνας, το ήθος, και ο στοχασμός του Χάβελ θα εμπνέουν πάντοτε όποιον θέτει την αλήθεια της ζωής πάνω από ιδεοληπτικές σκοπιμότητες.